- αγρίκητος
- -η, -ο1. ανήκουστος: Αυτό που μου λες είναι αγρίκητο.2. παράλογος: Πολλές φορές ήταν άνθρωπος αγρίκητος.3. ανυπάκουος: Ακόμη κι η κόρη της ήταν αγρίκητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.